Πολονύφη Αθανασία
Ψυχολόγος - Παιδοψυχολόγος Ρέθυμνο
-
Τι είναι η ΔΕΠ-Υ;
Η ΔΕΠ-Υ είναι μια νευροαναπτυξιακή διαταραχή με βασικά χαρακτηριστικά την απροσεξία και την υπερκινητικότητα/ παρορμητικότητα, σε βαθμό ώστε να επηρεάζεται η λειτουργικότητα ή η ανάπτυξη (Καλαντζή-Αζίζι, 2016). Η απροσεξία αφορά μια δυσκολία στη συγκέντρωση και στην παρατεταμένη διατήρηση της προσοχής όταν απαιτείται πνευματική προσπάθεια, η υπερκινητικότητα την αυξημένη κινητική δραστηριότητα σε περιστάσεις που δεν το επιτρέπουν, και η παρορμητικότητα την ελλειμματική ικανότητα για αυτορρύθμιση της συμπεριφοράς και αναστολής των ακατάλληλων αντιδράσεων (Μανιαδάκη, 2012).
Για να διαγνωσθεί ένα παιδί με ΔΕΠ-Υ, θα πρέπει τα συμπτώματα να είναι παρόντα πριν τα 12 έτη τουλάχιστον για χρονικό διάστημα 6 μηνών και οι συμπεριφορές της διάσπασης προσοχής και της υπερκινητικότητας/παρορμητικότητας να παρατηρούνται σε δύο τουλάχιστον περιβάλλοντα στα οποία διαβιεί το παιδί (π.χ. σπίτι, σχολείο, φίλοι, δραστηριότητες), ενώ παρατηρείται πως η ΔΕΠ-Υ εμφανίζεται στα αγόρια συχνότερα από ο, τι στα κορίτσια.
Σύμφωνα με το διαγνωστικό εγχειρίδιο DSM-V, ένα παιδί μπορεί να εντάσσεται σε έναν από τους τρεις υποτύπους της Ελλειμματικής Προσοχής που είναι:
ο συνδυασμένος τύπος
ο τύπος κυρίως απροσεξίας
ο τύπος κυρίως υπερκινητικότητας-παρορμητικότητας
Η διαταραχή μπορεί να είναι ήπιας, μέτριας ή σοβαρής βαρύτητας (Καλαντζή- Αζίζι, 2016).
-
Πόσο συχνά παρατηρείται η ΔΕΠ-Υ;
Σύμφωνα με το ADHD Institute, περίπου 2,2% των παιδιών και εφήβων παγκοσμίως έχουν ΔΕΠ-Υ. Άλλες μελέτες έχουν δείξει συχνότητα έως και 17,8 %. Σε επιδημιολογική μελέτη που πραγματοποιήθηκε στην Ελλάδα το 2006, βρέθηκε ότι η ΔΕΠ-Υ υπάρχει σε περίπου 5-11% του παιδικού πληθυσμού της χώρας.
-
Πώς καταλαβαίνουμε ότι το παιδί μπορεί να έχει ΔΕΠ-Υ;
Το παιδί με ΔΕΠ-Υ παρουσιάζει τουλάχιστον:
α) έξι από τα συμπτώματα απροσεξίας που είναι:
- Δε μπορεί να εστιάσει την προσοχή του σε λεπτομέρειες ή κάνει λάθη απροσεξίας στο σχολείο, στη δουλειά ή σε άλλες δραστηριότητες
- Δυσκολεύεται να διατηρήσει την προσοχή του στα καθήκοντά του ή σε δραστηριότητες παιχνιδιού
- Δείχνει να μην ακούει όταν του μιλούν
- Δεν ακολουθεί οδηγίες μέχρι το τέλος και αδυνατεί να ολοκληρώσει σχολικές εργασίες, δουλειές που του αναθέτουν ή υποχρεώσεις (όχι εναντιωματικά ή επειδή δε μπορεί να κατανοήσει τις οδηγίες)
- Του είναι δύσκολο να οργανώσει δραστηριότητες και καθήκοντα
- Αποφεύγει, αντιπαθεί ή δείχνει απροθυμία εμπλοκής σε εργασίες που προϋποθέτουν σταθερή και συνεχόμενη νοητική προσπάθεια
- Χάνει τα πράγματά του
- Διασπάται εύκολα από εξωτερικά ερεθίσματα
- Ξεχνά καθημερινές δραστηριότητες
β) έξι τουλάχιστον από τα συμπτώματα υπερκινητικότητας- παρορμητικότητας:
- Κουνά νευρικά τα άκρα του ή στριφογυρνά στη θέση του
- Σηκώνεται από τη θέση του στην τάξη ή σε άλλα περιβάλλοντα όπου είναι αναμενόμενο να παραμένει καθισμένο
- Τρέχει γύρω-γύρω, σκαρφαλώνει με τρόπο υπερβολικό σε περιστάσεις που δεν αρμόζει (σε εφήβους και ενήλικες μπορεί να παρατηρείται απλά κινητική ανησυχία)
- Δυσκολεύεται να παίζει ή να εμπλέκεται σε δραστηριότητες ελεύθερου χρόνου ήσυχα
- Είναι συνεχώς σε κίνηση
- Μιλάει υπερβολικά
- Βιάζεται να απαντήσει απερίσκεπτα πριν ολοκληρωθεί η ερώτηση
- Δε μπορεί να περιμένει τη σειρά του
- Διακόπτει ή «χώνεται» σε άλλους
Στην εικόνα ενός παιδιού με ΔΕΠ-Υ συναντάμε και ορισμένα δευτερογενή χαρακτηριστικά που σχετίζονται με τη δυσκολία του. Έτσι μπορεί να συνυπάρχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση, προβλήματα συμπεριφοράς, συναισθηματικές εκρήξεις, κακή σχολική επίδοση και δυσλειτουργία στις σχέσεις (Μανιαδάκη, 2020).
Πιο συγκεκριμένα ένα παιδί με τη διαταραχή είναι πιθανό να δυσκολεύεται να μάθει να γράφει και να διαβάζει, να είναι πολύ απρόσεκτο και να τραυματίζεται συχνά. Παράλληλα μπορεί να αποτυγχάνει να ενταχθεί κοινωνικά στις ομάδες των συνομηλίκων (με αποτέλεσμα συχνά να απομονώνεται), να μην κατορθώνει να επικοινωνήσει αποτελεσματικά με τους άλλους και να εμπλέκεται συχνά σε καβγάδες, να είναι αντιδραστικό και πεισματάρικο σε βαθμό που να επηρεάζει τη λειτουργία της οικογένειας. Αντίστοιχα, ο έφηβος με ΔΕΠ-Υ γενικά αδυνατεί να οργανώσει το χρόνο και τις δραστηριότητές του και έτσι συνήθως υστερεί ακαδημαϊκά. Επίσης έχει φανεί ότι συνήθως βιώνει προβλήματα στις σχέσεις του με το άλλο φύλο, με παχυσαρκία, κάπνισμα και χρήση ουσιών ή εκδηλώνει παραβατική συμπεριφορά, εμπλέκεται σε ατυχήματα κ.λ.π. (Καλαντζή-Αζίζι, 2016).
-
Η ΔΕΠ-Υ μπορεί να «πάψει να υπάρχει» καθώς το παιδί μεγαλώνει;
Η ΔΕΠ-Υ συνεχίζει να υφίσταται καθώς το άτομο μεγαλώνει, παρότι η εικόνα των συμπτωμάτων μπορεί να διαφοροποιείται και να παρουσιάζει ύφεση. Στην εφηβεία, αυτά έχουν περισσότερο τη μορφή μιας εσωτερικής και εξωτερικής ανησυχίας στο άτομο. Το παιδί με ΔΕΠ-Υ, θα είναι στο μέλλον πιθανότατα ένας απρόσεκτος ενήλικας με επηρεασμένη λειτουργικότητα π.χ. στην εργασία και με παρορμητικότητα, που αν και ελαττωμένη σε σχέση με την παιδική ηλικία, θα συνεχίζει να βρίσκεται σε υψηλότερα επίπεδα συγκριτικά με το γενικό πληθυσμό (Καλαντζή- Αζίζι, 2016). Η πρώιμη παρέμβαση μπορεί να βοηθήσει σημαντικά το άτομο στην εκμάθηση στρατηγικών με τις οποίες θα αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τις δυσκολίες του ώστε να έχει τη βέλτιστη δυνατή προσαρμογή προχωρώντας στην εφηβεία και την ενηλικίωση.
Η διαταραχή υπερκινητικότητας ελλειμματικής προσοχής συχνότατα συνυπάρχει με άλλες διαταραχές της παιδικής ηλικίας όπως η διαταραχή της διαγωγής, οι αγχώδεις διαταραχές και οι διαταραχές της μάθησης. Ακόμη, πολλές φορές η κλινική εικόνα της ΔΕΠ-Υ μπορεί να έχει κοινά στοιχεία με άλλες διαταραχές γι’ αυτό και απαιτείται διαφοροδιάγνωση από εναντιωματική διαταραχή, ή κάποια άλλη ψυχική διαταραχή (π.χ. διαταραχή της διάθεσης, αγχώδης διαταραχή, ειδική μαθησιακή διαταραχή, διαταραχές αυτιστικού φάσματος).
-
Πού οφείλεται η ΔΕΠ-Υ;
Πολλοί παράγοντες φαίνεται να εμπλέκονται, κυρίως γενετικοί αλλά και περιβαλλοντικοί. Έρευνες έχουν δείξει ότι στα άτομα με ΔΕΠ-Υ παρατηρείται μικρότερη ηλεκτρική δραστηριότητα και μικρότερη αντιδραστικότητα σε διέγερση εγκεφαλικών περιοχών που ελέγχουν την προσοχή, την κίνηση, τις παρορμήσεις. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τα ελλείμματα που χαρακτηρίζουν τη διαταραχή. Φαίνεται επίσης ότι η κληρονομικότητα διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην εμφάνιση της ΔΕΠ-Υ, ενώ έχουν ήδη εντοπιστεί γονίδια που συνδέονται με αυτή, χωρίς εντούτοις να έχει διασαφηνιστεί ο τρόπος με τον οποίο τα γονίδια επηρεάζουν τη συμπεριφορά. Από τις έρευνες έχει φανεί ότι στην τελική εμφάνιση της ΔΕΠ-Υ παίζει ρόλο το περιβάλλον, το οποίο μπορεί να ενισχύσει ή να αποδυναμώσει το φαινοτυπικό αποτέλεσμα του γονιδίου (Μανιαδάκη, 2020).
Οι περιβαλλοντικοί- βιολογικοί παράγοντες που σχετίζονται με την εκδήλωση της ΔΕΠ-Υ φαίνεται να αφορούν περισσότερο τη περίοδο της ενδομήτριας ζωής, τον τοκετό και τη βρεφική ηλικία. Το κάπνισμα, η χρήση ουσιών και αλκοόλ και η έκθεση σε τοξικές ουσίες έχουν επίσης ενοχοποιηθεί καθώς επηρεάζουν την ανάπτυξη του εμβρύου. Άλλοι παράγοντες είναι οι λοιμώξεις, το χαμηλό βάρος γέννησης, ο πρόωρος ή καθυστερημένος τοκετός ή ο τοκετός με καισαρική τομή και η ανοξία κατά τη γέννηση. Συγχρόνως, το περιβάλλον στο οποίο μεγαλώνει και αναπτύσσεται το παιδί ως προσωπικότητα, μπορεί να επιδράσει στην εκδήλωση των συμπτωμάτων είτε θετικά είτε επιβαρυντικά. Όσο οι τραυματικές εμπειρίες μπορούν να επιδεινώσουν την εικόνα του παιδιού, άλλο τόσο ένα σταθερό, υποστηρικτικό και βοηθητικό περιβάλλον μπορεί να καλυτερεύσει ουσιαστικά την κλινική εικόνα του (Καλαντζή – Αζίζι, 2016).
-
Γιατί είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε νωρίς τη ΔΕΠ-Υ;
Ιδιαιτέρως καθοριστική για τη βελτίωση της εμφάνισης των συμπτωμάτων, την πορεία της ανάπτυξης του παιδιού και την προσαρμογή του στο κοινωνικό περιβάλλον είναι η έγκαιρη αναγνώριση των εκδηλώσεων της ΔΕΠ-Υ και η πρώιμη παρέμβαση. Με δεδομένο το ότι τα πρώτα χρόνια της ζωής ο εγκέφαλος είναι ιδιαίτερα δεκτικός στην εμπειρία, μια ειδική παρέμβαση μπορεί να σχεδιαστεί έτσι ώστε το παιδί να εξασκήσει και να εξελίξει δεξιότητες στις οποίες δυσκολεύεται. Ο έλεγχος της παρόρμησης, η ενίσχυση της ικανότητας προσοχής και οργάνωσης, η ρύθμιση του συναισθήματος, η διαχείριση του θυμού, είναι κάποιοι από τους στόχους της παρέμβασης, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες και την προσωπικότητα του εκάστοτε παιδιού, με το βλέμμα πάντοτε στραμμένο στην ψυχική του ευημερία. Παράλληλα, η εκπαίδευση των γονέων σε κατάλληλες πρακτικές προσέγγισης, λειτουργεί υποστηρικτικά και καταλυτικά στην επιτυχία του προγράμματος (Καλαντζή- Αζίζι, 2016).